Είναι ευρέως γνωστό πως η ενεργειακή μετάβαση από τις συμβατικές μορφές ενέργειας στις ανανεώσιμες πηγές, αποτελεί καίρια δοκιμασία που καλούνται να διαχειριστούν οι κυβερνήσεις, ενώ παράλληλα οφείλουν και οι ίδιοι οι καταναλωτές να ευαισθητοποιηθούν αναφορικά με το προσωπικό τους περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Αναμφίβολα, καθοριστικός σύμμαχος για την επίτευξη της “στροφής” από την χρήση ορυκτών καυσίμων σε πιο καθαρές και βιώσιμες εναλλακτικές μορφές ενέργειας, αποτελεί η ενημέρωση των πολιτών. Για αυτό το λόγο, το συγκεκριμένο άρθρο πραγματεύεται τη συσχέτιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και του κόστους της εκμετάλλευσης της γεωθερμικής ενέργειας έναντι του φυσικού αερίου, δεδομένου ότι και οι δύο μορφές ενέργειας μπορούν να αξιοποιηθούν για την οικιακή θέρμανση, ψύξη και την παραγωγή ζεστών νερών.
Εμβαθύνοντας, αρχικά κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που απορρέουν από το στάδιο της εξόρυξης και επεξεργασίας του φυσικού αερίου έως και την κατανάλωση του σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Αναλυτικότερα, κατά τη διαδικασία ανόρυξης μιας γεώτρησης προκειμένου να ανακτηθούν οι διαθέσιμες ποσότητες φυσικού αερίου, απαιτείται υψηλή ενεργειακή κατανάλωση και απελευθέρωση τοξικών αερίων ενώ παράλληλα παρατηρούνται φαινόμενα επιδείνωσης της εδαφικής διάβρωσης και έντονου θορύβου. Επιπροσθέτως, η ρύπανση υπόγειων υδροφόρων οριζόντων λόγω πιθανών διαρροών από τον ταμιευτήρα αλλά και η πρόκληση μικροσεισμικών δονήσεων αποτελούν συνήθη προβλήματα που παρατηρούνται κατά την εφαρμογή της μεθόδου της υδραυλικής ρωγμάτωσης για την εξόρυξη του φυσικού αερίου. Επιπλέον, η κατασκευή περίπλοκων υποδομών κατάλληλων για την επεξεργασία και τη μεταφορά των ανακτημένων αποθεμάτων, συνοδεύεται από τον κατακερματισμό των τοπικών οικοσυστημάτων καθώς και την πιθανότητα εκδήλωσης απρόβλεπτων περιστατικών ανάφλεξης και διαρροών που δύναται να συνεισφέρουν στην πρόκληση περιβαλλοντικών καταστροφών. Ενδεικτικά, αξίζει να επισημανθεί πως για την υγροποίηση ενός τόνου φυσικού αερίου απελευθερώνονται 0,4 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα. Παρόλο που οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παράγουν κατά 50%-60% μικρότερες ποσότητες αερίων ρύπων συγκριτικά με τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα, η καύση του φυσικού αερίου συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα υποβάθμισης της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και συμβάλλει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας, η παραγωγή υλικών απαραίτητων για την κατασκευή γεωθερμικών εγκαταστάσεων και σωληνώσεων αλλά και η χρήση βαρέων μηχανημάτων για την διάνοιξη γεωθερμικών γεωτρήσεων, συνοδεύονται από μέτρια ενεργειακή κατανάλωση και έκλυση αέριων ρύπων σε σχέση με την υλοποίηση των αντίστοιχων έργων κατά την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, στη διαδικασία παραγωγής, μεταφοράς και εγκατάστασης των γεωεναλλακτών, για μία γεωθερμική γεώτρηση χαμηλής ενθαλπίας, κατά μέσο όρο εκλύονται 160 κιλά διοξειδίου του άνθρακα. Αντίθετα, για την παραγωγή, μεταφορά και κατασκευή ενός αγωγού διανομής φυσικού αερίου, ιδίων μέτρων με το παραπάνω έργο γεωθερμίας, κατά μέσο όρο εκλύονται 16 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα.
Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ο κύκλος ζωής της κάθε πηγής ενέργειας. Η γεωθερμία αποτελεί μια ανανεώσιμη και πρακτικά ανεξάντλητη πηγή ενέργειας, διασφαλίζοντας τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των συστημάτων που την αξιοποιούν. Σε αντίθεση, η εξάρτηση από το φυσικό αέριο ως πεπερασμένο ορυκτό καύσιμο, οδηγεί αναπόφευκτα στην εξάντλησή του, καθιστώντας τις συνδεδεμένες εγκαταστάσεις ανενεργές και απαιτώντας την πλήρη αντικατάστασή τους με άλλες πηγές ενέργειας.
Σχετικά με την επένδυση σε ένα γεωθερμικό έργο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών ενός νοικοκυριού, θεωρείται απαραίτητο να συσχετιστούν οι δύο πηγές ενέργειας από οικονομική άποψη. Αποσαφηνίζοντας, παρά το γεγονός ότι η εγκατάσταση ενός γεωθερμικού συστήματος χαρακτηρίζεται από αρκετά υψηλό κόστος κατασκευής συγκριτικά με αυτό του συστήματος φυσικού αερίου, το κόστος λειτουργίας είναι σημαντικά χαμηλότερο με αποτέλεσμα η εκτιμώμενη χρονική διάρκεια απόσβεσης να κυμαίνεται από τα 5 έως τα 7 έτη. Επιπλέον, οι χαμηλές ανάγκες συντήρησης εντείνουν τη διάρκεια ζωής μιας γεωθερμικής αντλίας (20-25 χρόνια) η οποία είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή ενός λέβητα φυσικού αερίου (10-15 χρόνια).
Συνοψίζοντας, συγκρίνοντας τις δύο προαναφερόμενες πηγές ενέργειας, διαπιστώνεται ότι η αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας, παρά το αρχικό υψηλό κόστος κατασκευής, κατά το στάδιο λειτουργίας αυτό ελαττώνεται σημαντικά και το συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι σχεδόν μηδενικό, σε αντίθεση με τη χρήση φυσικού αερίου, που συνεπάγεται με υψηλό αποτύπωμα από το στάδιο της εξόρυξης μέχρι και την καύση του, χωρίς να συνεπάγεται η δυνατότητα απόσβεσης. Αν αναλογιστούμε το γεγονός πως τα εκτιμώμενα αποθέματα φυσικού αερίου παγκοσμίως επαρκούν για περίπου 50 επιπλέον χρόνια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η γεωθερμική ενέργεια υπερτερεί μακροπρόθεσμα ως πιο βιώσιμη λύση για την υλοποίηση ενός πιο πράσινου μέλλοντος.