Πλησίον της Παγκόσμιας Ημέρας Εδάφους που εορτάζεται στις 5 Δεκεμβρίου, κρίνεται επιτακτική, η υπογράμμιση της βαρύτητας του φαινομένου της ρύπανσης του εδάφους από ανθρωπογενείς παράγοντες, δεδομένου ότι αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα και μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σημερινές κυβερνήσεις των χωρών. Αναμφισβήτητα, έχει παρατηρηθεί μια άμεση αναλογική σχέση ανάμεσα στην επιδείνωση της απελευθέρωσης σημαντικών ποσοτήτων τοξικών ουσιών και μετάλλων στα εδαφικά στρώματα και την ανησυχητική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και των απορρεόντων δραστηριοτήτων.
Για την καλύτερη προσέγγιση του θέματος του συγκεκριμένου άρθρου, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ο ορισμός του εδάφους ως το ανώτερο αποσαθρωμένο στρώμα του στερεού γήινου φλοιού, το οποίο δομείται από ανόργανα υλικά, οργανική ύλη, νερό, αέρα και ζωντανούς μικροοργανισμούς. Σχηματίζεται, ως αποτέλεσμα της συνεχούς προοδευτικής διάσπασης και αποσύνθεσης των υπαρχόντων πετρωμάτων λόγω της επίδρασης μηχανικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων. Αποτελεί καθοριστικό μέσο για την εύρυθμη λειτουργία των οικοσυστημάτων, καθώς φιλτράρει το νερό που διέρχεται μέσα από αυτό, συμβάλλει στη ρύθμιση της θερμοκρασίας και της ποσότητας του άνθρακα αλλά και φυσικά, παρέχει σταθερότητα και θρεπτικά συστατικά που χρησιμεύουν για την ανάπτυξη των χερσαίων φυτών.
Η εδαφική ρύπανση μπορεί να αποδοθεί σε ποικίλες διαφορετικές πηγές, όπως χαρακτηριστικά είναι τα επικίνδυνα απόβλητα εργοστασίων, οι βιομηχανικές χημικές διαρροές, οι εξορυκτικές και μεταλλευτικές δραστηριότητες καθώς και η ανεξέλεγκτη παραγωγή και απόρριψη οικιακών αποβλήτων σε χώρους υγειονομικής ταφής, οι οποίες θέτουν σοβαρές επιπτώσεις για τη γονιμότητα και την παραγωγικότητα των εδαφών, τη μόλυνση των υδάτινων πόρων μέσω της διήθησης, την βιοποικιλότητα, την περιβαλλοντική ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Αναλυτικότερα, αναφορικά με τον ελλαδικό χώρο, θεμελιώδης πηγή συσσώρευσης ρυπογόνων υλικών στο έδαφος και κατά επέκταση ελάττωσης της ικανότητας αυτού να διατηρεί τη φυσική του ισορροπία, αποτελεί η αλόγιστη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων, ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων στον γεωργικό τομέα. Η αξιοποίηση των γεωργικών φαρμάκων στην Ελλάδα ξεκίνησε στις αρχές του 20 ου αιώνα και γνώρισε ευρεία διάδοση και συστηματική χρήση μέχρι και το 1990 περίπου. Έκτοτε, η κατανάλωση φυτοπροστατευτικών προϊόντων έχει παρουσιάσει διακυμάνσεις ενώ αξίζει να αναφερθεί πως το 2018 δαπανήθηκαν συνολικά 244 εκατομμύρια εύρω κατά προσέγγιση για την αγορά των προαναφερόμενων φαρμάκων.
Ορισμένες εναλλακτικές πρακτικές που μπορούν να εφαρμοστούν προκειμένου να επιτευχθεί η εξυγίανση των ήδη επιβαρυμένων εδαφών με ασθένειες και επιδρομές ζιζανίων που προσβάλλουν την ομαλή ανάπτυξη των καλλιεργειών, είναι η φύτευση ανθεκτικών ποικιλιών έναντι σε παράσιτα και η αξιοποίηση φυσικών εκχυλισμάτων φυτών και ουσιών που στοχεύουν στην καταπολέμηση διαφόρων μυκητολογικών ασθενειών. Επιπροσθέτως, η φυτοεξυγίανση αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως μια πολλά υποσχόμενη μέθοδος για την απομάκρυνση, το μετασχηματισμό ή τη σταθεροποίηση των ρυπογόνων ουσιών στο έδαφος με την καλλιέργεια συγκεκριμένων φυτικών ειδών. Επιπλέον, σημαντικό σύμμαχο στην εξομάλυνση της χρήσης αγροτικών φαρμακευτικών προϊόντων καθώς και στην βελτίωση της γεωργικής απόδοσης και της μακροχρόνιας παραγωγικότητας, αποτελούν οι συστηματικές εδαφικές αναλύσεις οι οποίες παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη χημική, φυσική και βιολογική κατάσταση του εδάφους προκειμένου να καθίσταται εφικτή η λήψη στοχευμένων αποφάσεων για την ακριβή θρέψη και προστασία των καλλιεργειών.
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό αποτελεί το γεγονός πως μετά το 2020, καταγράφηκε αξιοσημείωτη μείωση στην αξιοποίηση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων από το γεωργικό τομέα, στο πλαίσιο τόσο εθνικών πρωτοβουλιών όσο και της θεματικής στρατηγικής που έχει προταθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποσκοπώντας στην πρόληψη της υποβάθμισης του εδάφους, τη διαφύλαξη των λειτουργιών του και την αποκατάσταση των ήδη υποβαθμισμένων εκτάσεων. Η θέσπιση αυστηρότερων ευρωπαϊκών κανονισμών σηματοδότησε την ευαισθητοποίηση των πολιτών για τις
περιβαλλοντικές και υγειονομικές επιπτώσεις που επιφέρει η ανεξέλεγκτη χρήση φυτοπροστατευτικών χημικών προϊόντων καθώς και την σαφή στροφή προς μια βιώσιμη γεωργία με παράλληλη αύξηση των βιολογικών αγροτικών καλλιεργειών.